εκπτύσσω

εκπτύσσω
(Μ ἐκπτύσσω)
ξετυλίγω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐκπτυσσόμενα — ἐκπτύσσω unfold pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεφτώ — άω και ξεφτίζω και ξεφτύζω 1. (σχετικά με ενδύματα) χαλώ την ύφανση στην άκρη τού υφάσματος ώστε να μείνουν ξέφτια 2. φθείρομαι από την πολλή χρήση, αποκτώ ξεφτίδια 3. (για αντικείμενα) χάνω το επίχρισμά μου 4. χάνω την αξία μου, χρεωκοπώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”